- πολύφαμος
- -ον, Α(δωρ. τ.) βλ. πολύφημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύφαμος — πολύφᾱμος , πολύφαμος masc/fem nom sg πολύφᾱμος , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
πολύφαμε — πολύφᾱμε , πολύφαμος masc/fem voc sg πολύφᾱμε , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)